- εὐεκποίητος
- εὐεκ-ποίητος, ον,A easy to turn to account, i.e. assimilate, of food, Ath.Med. ap. Orib.1.2.2.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευεκποίητος — η, ο (Α εὐεκποίητος, ον) νεοελλ. αυτός που πωλείται εύκολα αρχ. (για τροφή) αυτός που αφομοιώνεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + εκ ποίητος (< εκ ποιώ)] … Dictionary of Greek
εὐεκποίητον — εὐεκποίητος easy to turn to account masc/fem acc sg εὐεκποίητος easy to turn to account neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)